κοντοφόρων

κοντοφόρων
κοντοφόρος
carrying a pole
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοντοφορικόν — κοντοφορικόν, τὸ (Μ) [κοντοφόρος] σώμα κοντοφόρων, σώμα στρατιωτών με δόρατα …   Dictionary of Greek

  • προσέλασις — άσεως, ἡ, Α [προσελαύνω] 1. το να οδηγεί κανείς κάποιον ή κάτι προς τα εμπρός («προσέλασις τῶν ὄνων», Πλούτ.) 2. επίθεση, έφοδος («προσέλασις τῶν κοντοφόρων», Δίων Κάσσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”